Υπάρχουν κάποια οχήματα που είναι συνδεδεμένα με την μεταπολεμική ανοικοδόμηση της Ευρώπης. Ο «σκαραβαίος», το 2CV, το 500αράκι της FIAT υπήρξαν τα σημαντικότερα και όλα είχαν ως κοινά χαρακτηριστικά το χαμηλό κόστος κτήσης/συντήρησης, τα πολλά χρόνια στην παραγωγή, και την κατάληξή τους ως icons της ποπ κουλτούρας.
Βέβαια εκτός από τα αυτοκίνητα είχαμε κι έναν δίτροχο εκπρόσωπο του είδους.
Την αειθαλή βέσπα!
Στα ερείπια της αεροπορικής βιομηχανίας της Ιταλίας φτιάχτηκε ένας μικρός Δαβίδ που, τόσο μέσω των εντυπωσιακών νούμερων παραγωγής όσο και μέσω της ίδια του της χρήσης, ενσάρκωσε το miracolo economico των δύο δεκαετιών μετά τη λήξη του Β’ Παγκόσμιου.
Η βέσπα σχεδιάστηκε από τον Ενρίκο Πιάτζο, έναν μηχανικό που μισούσε τις μοτοσυκλέτες και ήθελε ένα δίτροχο χωρίς μεγάλες ανάγκες συντήρησης που να προστατεύει από τις λάσπες των βομβαρδισμένων μεταπολεμικών δρόμων. Έτσι, από το 1946 μέχρι σήμερα εκατομμύρια «σφήκες» βουίζουν σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Όμως, η βέσπα σε αντίθεση με τους τετράτροχους «ομολόγους» της, συνεχίζει να παράγεται με ελάχιστες τεχνολογικές βελτιώσεις κι οδηγείται ως καθημερινό μέσο μετακίνησης από πάρα πολλούς ανθρώπους σε κάθε γωνιά του πλανήτη.
Τι κάνει λοιπόν τόσο κόσμο να οδηγεί ένα «τεχνολογικά παρωχημένο σκούτερ» την εποχή μας;
Αν προσπαθήσει κανείς να ορίσει χονδρικά το προφίλ του βεσπάκια θα αποτύχει οικτρά. Είναι τέτοια η πανσπερμία ταξικής καταγωγής, μορφωτικού επιπέδου, αισθητικής αντίληψης και ηλικιακής διαστρωμάτωσης που το μόνο περιβάλλον που θα μπορούσε να προσομοιάσει ένα τέτοιο ετερόκλητο κοινό είναι η πρώτη μέρα κατάταξης στον στρατό.
Καθημερινά, θα δεις τους πάντες πάνω σε μια βέσπα: κουστουμάτοι μεγαλοδικηγόροι που θέλουν να παρκάρουν εύκολα και με στυλ στην Ευελπίδων, νεαροί που αποκαλούνται γενικώς και αορίστως «χίψτερς», (νεο)mods που τη συνδέουν με μια vintage νοσταλγία για μια εποχή που δεν έζησαν και, φυσικά, κούριερ και μεροκαματιάρηδες που τη χρησιμοποιούν ως επαγγελματικό όχημα εκμεταλλευόμενοι τις μεγάλες δυνατότητες φόρτωσης που διαθέτει.
Υπάρχουν φυσικά και οι συλλέκτες, είναι αυτοί που έχουν συλλογή με 5-6 διαφορετικά μοντέλα, ενώ αρκετοί φτάνουν και σε διψήφιο αριθμό, αγοράζοντας και πουλώντας συνέχεια (έτσι όπως ανταλλάσσαμε παιδιά τα χαρτάκια Panini).
Αλλά τελικά τι είναι αυτό που κάνει κάποιον να «κολλήσει» με αυτές; Ενώ θα περίμενε κανείς οι βεσπάδες να αρχίσουν να σου απαριθμούν τα θετικά της που δεν είναι και λίγα – το πως «χώνεται» στην κίνηση ή το χαμηλό κόστος χρήσης – προτιμούν να ξεκινήσουν από τα αρνητικά της, τα οποία επειδή είναι ερωτευμένοι με τη βέσπα τα βλέπουν κι αυτά σα θετικά.
Η χαρακτηριστική μυρωδιά του διχρονόλαδου που κάνει τα ρούχα να μυρίζουν σα φόρμα εργασίας μηχανικού πλοίου, η περίεργη τοποθέτηση του κινητήρα που κρέμεται από τα δεξιά αναγκάζοντας τον αναβάτη να κάθεται λίγο στραβά προς τα αριστερά για να κρατάει ισορροπία είναι δύο μόνο από τα ντεζαβαντάζ που τα αναφέρουν σχεδόν με καμάρι.
Κάποιος άλλος, υποστηρίζει ότι «η παράξενη, στα όρια του επικίνδυνου για τους μη μυημένους, οδική συμπεριφορά μοιάζει αναλογικά με τις παλιές αερόψυκτες Porsche, απολαυστικές στο στεγνό οδόστρωμα αν τις μάθεις και σχεδόν απαγορευτικές στους βρεγμένους ελληνικούς δρόμους».
Ο ίδιος φίλος μας λέει ότι ακόμα και «μια μοντέρνα ομοιογενής μοτοσυκλέτα 150 ίππων μπορεί να είναι βαρετή στην οδήγηση αλλά με τη βέσπα νιώθω ζωντανός λόγω της εγρήγορσης που απαιτεί».
H αγάπη για τη βέσπα φαίνεται πως είναι κάτι που περνά και από γενιά σε γενιά αφού πολλοί είναι αυτοί που ανακατασκεύαζουν την παλιά αγαπημένη του πατέρα ή ακόμα και του παππού τους. Ακριβώς επειδή έπαιζε το ρόλο του μοναδικού οικογενειακού κι επαγγελματικού μέσου, τα παλιά μοντέλα που επέζησαν και παρέμειναν στην οικογένεια απέκτησαν σχεδόν μεταφυσική σχέση με τα υπόλοιπα μέλη. «Ακόμα κι αν δεν πρόλαβα να γνωρίσουν τον παππού μου, γνώρισα τη βέσπα του που είναι ό,τι κοντινότερο», μου αναφέρει συγκινημένος ένας κάτοχος μοντέλου του ’63.
Για κάποιους άλλους είναι το ιδανικό μέσο για μεγάλα, πολύ μεγάλα, ταξίδια. Μια Cosa με αυτοκόλλητα από σχεδόν κάθε ευρωπαϊκή χώρα και πάνω από 300.000 χλμ. γραμμένα στο κοντέρ είναι αδιάψευστος μάρτυρας. Πολλοί νομίζουν ότι τα μεγάλα ταξίδια θέλουν πολλά κυβικά και μεγάλα φέρινγκ, αλλά η αλήθεια είναι ότι η μυθική αξιοπιστία της βέσπας είναι πολυτιμότερο εφόδιο. Αφού πέρα από την περιοδική αντικατάσταση του μπουζί ανά κάποιες χιλιάδες χιλιόμετρα, δεν απαιτεί καμιά άλλη τακτική συντήρηση.
Αυτός είναι και ο λόγος που την προτίμησαν πρόσφατα και δυο Έλληνες για να γυρίσουν τον κόσμο.
Ο κύριος Βασίλης που οδηγεί για πάνω από 40 χρόνια είναι κατηγορηματικός, έχει οδηγήσει πολλά αυτοκίνητα και πολλές μηχανές, αλλά πρώτα απ’όλα δηλώνει βεσπάς, ίσως φταίει που ήταν το ιδανικό όχημα για να κουβαλάει τα ογκώδη κομμάτια πάγου που χρειαζόταν το παλιό ξύλινο ψυγείο που είχε στο εξοχικό του κάθε φορά που πήγαινε εκδρομή.
Είναι δύσκολο να καταλάβουμε τη γοητεία που ασκεί η βέσπα στους μεγαλύτερους και πως σπινθηρίζουν τα μάτια τους όταν αντικρίζουν ένα καλοσυντηρημένο μοντέλο γιατί δεν έχει καταγραφεί επαρκώς η υποκουλτούρα της στην Ελλάδα. Το καταλαβαίνουμε πιο εύκολα όταν βλέπουμε κάποιον μεσήλικα να ζαχαρώνει ένα XT 550 ή ένα CB 900F Bol d’Or γιατί τα έχουμε δει στις βιντεοκασέτες με τον Ψάλτη και τον Γαρδέλη, αλλά παλιότερα η βέσπα ήταν ακριβώς το ίδιο. Ήταν το διαβατήριο που έδινε την αίσθηση της ελευθερίας στα μετεμφυλιακά χρόνια. Ήδη από τότε οργάνωναν εκδρομές κι εκδηλώσεις, αλλά κατέθεταν κι αιτήματα όπως η ασφαλτόστρωση των αθηναϊκών δρόμων για να γίνει πιο υποφερτή η οδήγηση με τους μικροσκοπικούς τροχούς των 8 ιντσών που είχαν τότε οι βέσπες.
Κι αν οι παλιότεροι έχουν τη δικαιολογία της νοσταλγίας, οι νέοι οπαδοί της που δεν είχαν ούτε κάποιο οικογενειακό κειμήλιο, που ποτέ δεν κατάφεραν να πιάσουν τα ασιατικά παπιά και σκούτερ παρά την ασύγκριτα μεγαλύτερη πρακτικότητά τους, απλά ερωτεύτηκαν την καλλίπυγη κορμοστασιά και την ιταλική φινέτσα της. «Είναι το ανάλογο με το να οδηγείς ένα παλιό ιταλικό αυτοκίνητο, αλλά με το 1/100 του κόστους που αυτό θα απαιτούσε», όπως λέει ένας περήφανος 20χρονος ιδιοκτήτης Vespino.
Πηγή popaganda
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου