Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2017

H ταραγμένη ιδιοφυία του Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας


«Ηταν ένας από τους πιο επιδραστικούς και καινοτόμους συγγραφείς της τελευταίας εικοσαετίας» έγραφε ο Ντέιβιντ Γιούλιν, ο βιβλιοκριτικός των «Los Angeles Times», στη νεκρολογία του για τον αμερικανό πεζογράφο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας. Τρία χρόνια έκλεισαν από τον θάνατο του συγγραφέα που το περιοδικό «Τime» συμπεριέλαβε στον κατάλογο με τους 100 καλύτερους μυθιστοριογράφους από το 1923.



Στις 12 Σεπτεμβρίου του 2008, ο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, ο Ντέιβ ή DFW, όπως ήταν γνωστός στους αμερικανικούς λογοτεχνικούς κύκλους, βρέθηκε κρεμασμένος στο σπίτι του στην Καλιφόρνια. Ήταν μόλις 46 ετών. Επί είκοσι χρόνια έπασχε από βαριά κατάθλιψη την οποία καταπολεμούσε με ισχυρά αντικαταθλιπτικά που του επέτρεπαν να είναι δημιουργικός και πολύ παραγωγικός. Στο γραφείο του η σύζυγός του βρήκε προσεκτικά τακτοποιημένο το χειρόγραφο του τελευταίου βιβλίου που δούλευε, με τίτλο «Pale King», το οποίο έλουζε σαν προβολέας, το φως μιας επιτραπέζιας λάμπας.

Στο ημιτελές «Pale King» (Ο χλωμός βασιλιάς) ο DFW αφηγείται με χιούμορ και πολλή κατανόηση μικρά καθημερινά γεγονότα που καταλήγουν πηγές στρες και μεγάλης έντασης - όπως το να βρίσκεται κάποιος ακινητοποιημένος στο αυτοκίνητο εν μέσω κυκλοφοριακής συμφόρησης. Το μυθιστόρημα εκδόθηκε την περασμένη άνοιξη σε 540 σελίδες και ήταν το τρίτο στη σειρά στην εργογραφία του συγγραφέα. Είχαν προηγηθεί το «The Broom of the System» (1987, Η σκούπα του συστήματος) και το ογκώδες δυστοπικό μυθιστόρημα «Ιnfinite Jest» (1996, Ατέλειωτο αστείο), που επαινέθηκε με ενθουσιασμό από την κριτική.

Γιος πανεπιστημιακών, ενός καθηγητή Φιλοσοφίας και μιας καθηγήτριας Αγγλικής Φιλολογίας, ο σπούδασε φιλοσοφία και φιλολογία και ακολούθησε την καριέρα των γονιών του. Δίδαξε λογοτεχνία και δημιουργική γραφή σε διάφορα πανεπιστημιακά προγράμματα και συνεργάστηκε με πάμπολλα αμερικανικά περιοδικά και εφημερίδες, όπου βρίσκεται πλήθος διηγημάτων, βιβλιοκρισιών και άρθρων του.

Τα άρθρα του, που αφορούν ποικιλία θεμάτων -τη διαδικασία της συγγραφής και την αμερικανική λογοτεχνία, το άπειρο, την τηλεόραση, τον κινηματογράφο, το τένις, την ελευθερία κ.ά.-, συνδυάζουν την απολαυστική γραφή, την ευφυή επιχειρηματολογία και την τεκμηρίωση και θεωρούνται εξίσου σημαντικά για το ύφος και τις απόψεις του με τα λογοτεχνικά του κείμενα.

Επίγονος του Τόμας Πίντσον, του Τζον Ίρβινγκ και του Ντον Ντελίλο, ανήκε σε μια νέα και πολλά υποσχόμενη γενιά της αμερικανικής λογοτεχνίας μαζί με τους Τζόναθαν Λέθεμ, τον Μάικλ Σάμπον και τον φίλο του Τζόναθαν Φράνζεν. Ειρωνεία και χιούμορ που θυμίζει Μπέκετ, σχολαστική περιγραφή και τεκμηρίωση της πραγματικότητας στην οποία εισβάλλει το φανταστικό και πολλές υποσημειώσεις που θυμίζουν την πυκνή διακειμενικότητα του Μπόρχες είναι τα χαρακτηριστικά στοιχεία του ύφους του - αλλά και θλίψη.


«Το χιούμορ άλλες φορές προσφέρει διαφυγή από τον πόνο και άλλες φορές μετασχηματίζει τον πόνο», έλεγε ο DFW σε συνέντευξή του στο γερμανικό τηλεοπτικό κανάλι ZDF το 2003. «Στην αμερικανική λογοτεχνία έχουμε μεγάλη παράδοση στη λογοτεχνία του μαύρου χιούμορ, του σαρδόνιου, πικρού χιούμορ. Το χιούμορ και η ειρωνεία λογίζονται στις ΗΠΑ ως πολιτική αντίδραση με λυτρωτικό χαρακτήρα. Αν το δούμε από μια άλλη σκοπιά, ειδικά στην αντίληψη του ευρέος κοινού, η ειρωνεία και το μαύρο χιούμορ θεωρούνται διαμαρτυρία για κάτι, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι έτσι. Κάποιος αποκάλεσε κάποτε την ειρωνεία "κλουβί ενός πουλιού που έχει καταλήξει να αγαπά το κλουβί του" μολονότι στο τραγούδι του παραπονιέται ότι δεν του αρέσει το κλουβί του. Το χιούμορ μπορεί να προκαλέσει ένα άγριο ξύπνημα, μια αφύπνιση, μπορεί όμως να είναι και αναισθητικό».

Μολονότι δεν είχε κάνει εξομολογητικές δημοσιεύσεις για την ασθένειά του, είχε αποτυπώσει την πάλη με την κατάθλιψη σε αρκετά διηγήματά του. «Η λογοτεχνία μιλάει για τον άνθρωπο, για το τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος», είχε πει σε κάποια από τις συνεντεύξεις του, «και προορισμός της καλής λογοτεχνίας είναι να κάνει τους αναγνώστες να αισθάνονται λιγότερη μοναξιά». Αυτός ήταν ο στόχος και της δικής του λογοτεχνίας και, εγκλωβισμένος σε συγγραφική δυστοκία, ο DFW πέθανε από ανία και απόγνωση για τα μελλοντικά του μυθιστορήματα, εκτιμά ο Τζόναθαν Φράνζεν. Όποιοι και αν είναι οι λόγοι του θανάτου του, ο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας έχει περάσει στο πάνθεον των ταλαντούχων αυτόχειρων της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Το 2005 ο David Foster Wallace προσκλήθηκε να εκφωνήσει την εναρκτήρια ομιλία στην τελετή αποφοίτησης του Κολεγίου Κένιον με θέμα της επιλογής του. Ήταν η μοναδική ομιλία αυτού του είδους που εκφώνησε ποτέ.

Πιθανώς οι υπεύθυνοι του Κολεγίου θα σκέφτηκαν ότι είναι καλή ιδέα να μιλήσει στους νέους απόφοιτους τους ένας από τους πλέον διάσημους συγγραφείς της πρόσφατης εικοσαετίας που, επίσης, διδάσκει επί χρόνια σε κορυφαία πανεπιστήμια της χώρας. Σήμερα, μπορούμε να πούμε ότι είναι μια από τις πιο άβολες ομιλίες που έχουν εκφωνηθεί σε αντίστοιχο περιβάλλον. Ταυτόχρονα όμως, είναι ένα αξιόλογο, αυτοτελές κείμενο για την Αμερική – και κατ’επέκταση τη Δύση – στο γύρισμα του αιώνα και για τη γενιά που δεν είναι «εκείνη που φλέγεται σαν τα ρομαντικά κεριά» αλλά η επόμενη, εκείνη που είχε ως μόνο όπλο της την ειρωνεία.

Ο DFW αποφάσισε να ασχοληθεί με το ερώτημα που δεν λείπει από κάθε συζήτηση περί ελευθέριων τεχνών και σπουδών, αν σε μαθαίνουν να σκέφτεσαι. Στην προσπάθειά του να απαντήσει, μας προσφέρει ένα πραγματικό ψυχογράφημα που, εν όψει της τραγικής κατάληξής του, αποκτάει ακόμα πιο σημαίνοντα τόνο.

«Στα είκοσι χρόνια που μεσολάβησαν από τη δική μου αποφοίτηση, κατάληξα σιγά σιγά να αντιληφθώ αυτό το διακύβευμα και να καταλάβω πως το κλισέ των ελευθέριων τεχνών ότι «σε μαθαίνουν να σκέφτεσαι» είναι στην πραγματικότητα απόσταγμα μιας πολύ βαθιάς και θεμελιώδους αλήθειας. «Μαθαίνω να σκέφτομαι» στην πραγματικότητα σημαίνει μαθαίνω να ασκώ κάποιον έλεγχο στο πώς και στο τι σκέφτομαι. Δηλαδή είμαι αρκετά συνειδητοποιημένος και έχω την επίγνωση να επιλέγω πού θα επικεντρωθώ και να επιλέγω πώς θα νοηματοδοτήσω την εμπειρία μου. Γιατί αν δεν μπορείς ή δεν θέλεις να κάνεις τέτοιου είδους επιλογές στην ενήλικη ζωή σου, θα κατατροπωθείς».

Και επεξηγεί: «Λειτουργώ με βάση την αυτόματη και ασυνείδητη πεποίθηση πως είμαι το κέντρο του κόσμου και πως οι άμεσες ανάγκες και τα αισθήματά μου είναι που θα πρέπει να καθορίζουν τις προτεραιότητες ολόκληρης της υφηλίου. Το ζήτημα είναι ότι υπάρχουν και άλλοι, εντελώς διαφορετικοί, τρόποι να αναλογιστεί κανείς τέτοιου είδους καταστάσεις.»

Διότι «ο αποκαλούμενος «πραγματικός κόσμος» δεν θα σας αποθαρρύνει από το να λειτουργείτε με βάση τις εργοστασιακές σας ρυθμίσεις, διότι ο αποκαλούμενος «πραγματικός κόσμος» των ανθρώπων και του χρήματος και της εξουσίας συνεχίζει να λειτουργεί μια χαρά με καύσιμα το φόβο και την περιφρόνηση, την απογοήτευση και την επιθυμία και τη λατρεία του εαυτού. Η κουλτούρα μας έχει τιθασεύσει αυτές τις δυνάμεις με τρόπους που έχουν αποδώσει αμύθητα πλούτη και ανέσεις και προσωπική ελευθερία. Την ελευθερία να είμαστε όλοι άρχοντες του λιλιπούτειου βασιλείου μέσα στο κεφάλι μας, ολομόναχοι στο κέντρο της πλάσης».

Άρα, το νεαρό ακροατήριο καλείται να αποφασίσει ποια είναι η Αλήθεια του: «η μόνη αλήθεια με Α κεφαλαίο είναι πως έχετε τη δυνατότητα να αποφασίσετε πώς θα επιχειρήσετε να αντιληφθείτε αυτές τις καταστάσεις. Αυτή, εκτιμώ, είναι η ελευθερία που μας χαρίζει η πραγματική μόρφωση, το να μαθαίνουμε πώς να είμαστε «ισορροπημένοι»: η δυνατότητα να επιλέγουμε συνειδητά τι έχει νόημα και τι όχι».

Η Αλήθεια του DFW είναι ότι πρέπει ο καθένας να πάρει τις αποφάσεις για τον εαυτό του, διότι με αυτές θα ζήσει τη ζωή του. «Η Αλήθεια με Α κεφαλαίο έχει να κάνει με τη ζωή πριν από το θάνατο. Έχει να κάνει με το να φτάσετε μέχρι τα τριάντα, ή ακόμα και τα πενήντα σας, χωρίς να θελήσετε να τινάξετε τα μυαλά σας στον αέρα». Και ναι, λέξεις όπως αυτοκτονία, αθεϊα, νεκροί, αναίσθητοι, ανία, ρουτίνα, μικρές καθημερινές απογοητεύσεις πρωταγωνιστούν σε αυτή την ομιλία, όπως και λέξεις όπως συμπόνια, αγάπη, υπόγεια, μυστική ενότητα όλων των πραγμάτων.

Ο συγγραφέας ουρλιάζει με αγάπη προς τους ακροατές του ότι η ζωή δεν είναι άλλο από αυτή την αβάσταχτη πάλη με την καθημερινότητα. Την πάλη να μείνουμε κοντά στους αγαπημένους μας και στον εαυτό μας. Αν κάποιος αποφασίσει να παλέψει, πρέπει να έχει καταλάβει πού πρέπει να σταθεί Αλλιώς, ας παραδοθεί σε όλα τα άλλα που προσφέρει η Αμερική, τα ατελείωτα αγαθά και το κυνήγι τους.

«Το πραγματικά σημαντικό είδος ελευθερίας έχει να κάνει με την προσοχή και την επίγνωση, την πειθαρχία και την προσπάθεια, και την ικανότητα να νοιάζεσαι αληθινά για τους άλλους και να θυσιάζεσαι γι’αυτούς, ξανά και ξανά, με αναρίθμητους ασήμαντους, αφανείς και διόλου ελκυστικούς τρόπους, κάθε μέρα. Αυτή είναι η πραγματική ελευθερία. Αυτό σημαίνει να έχεις μάθει πώς να σκέφτεσαι».

Ναι, αυτή δεν είναι μια τυπική εναρκτήρια ομιλία και σίγουρα δεν είναι διασκεδαστική ή ενδυναμωτική, όπως συνηθίζεται. Ο David Foster Wallace το αναγνωρίζει: «Ξέρω πως όλα αυτά μάλλον δεν ακούγονται διασκεδαστικά και ανάλαφρα ή μεγαλοπρεπώς εμψυχωτικά, όπως οφείλει μια εναρκτήρια ομιλία. Είναι όμως, στο βαθμό που την αντιλαμβάνομαι εγώ, η αλήθεια, απογυμνωμένη από ένα σωρό ρητορικές ανοησίες».

Πηγή popaganda/tovima

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου